πεθερός

πεθερός
ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ
ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ αγαπούν όσο και οι γονείς μου» β. «μάλιστα δὲ πενθερὴ αὐτή», Καλλ.
γ. «Περίανδρος ἐστρατεύετο ἐπὶ τὸν πενθερὸν Προκλέα», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «κακιά πεθερά» — λέγεται για γυναίκα φιλόνικη, καβγατζού
αρχ.
1. συγγενής από αγχιστεία, π.χ. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος, ανδραδέλφη ή γυναικαδέλφη, κουνιάδα («καὶ τὸν λόγῳ σὸν πενθερὸν κομιζέτω», Ευρ.)
2. ο άνδρας τής θυγατέρας σε σχέση με τους γονείς της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πενθ-ερός (πρβλ. τυχ-ερός) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *bhendh- «δένω, συνδέω, συνάπτω» (πρβλ. πείσμα [II], φάτνη) και συνδέεται με: λιθουαν. beňdras «συντροφιά», αρχ. ινδ. bandhu- «γονιός, συγγενής» (με επίθημα -u- αντί τού ελλ. -ęro, πρβλ. κρατ-ύς / κρατ-ερός) και badhnāti «δένω», γοτθ. bindan «δένω» (πρβλ. γερμ. binden). Η λ. πενθερός, που ουσιαστικά σήμαινε τον συνδεόμενο, αυτόν που δένεται με μια οικογένεια μέσω μιας γυναίκας, τον συγγενή εξ αγχιστείας, στον Όμηρο δήλωνε μόνο τον πατέρα τής συζύγου και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τής λ. ἑκυρός «ο πατέρας τού (ή τής) συζύγου» όπως και για να δηλώσει τον γαμπρό «ἐπ' ἀδελφῇ» ή «ἐπί θυγατρί». Ο νεοελλ. τ., τέλος, πεθερός (< αρχ. πενθερός με σίγηση τού -ν-) δηλώνει αποκλειστικά τον πατέρα τού (ή τής) συζύγου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεθερός — ο θηλ. πεθερά για το σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα της συζύγου, για τη σύζυγο ο πατέρας και η μητέρα του συζύγου: Αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να χει ο πεθερός (παροιμ. φράση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… …   Dictionary of Greek

  • κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …   Dictionary of Greek

  • μητριά — η (ΑΜ μητρυιά, Α δωρ. τ. ματρυιά, ιων. τ. μητρυιή, αιολ. τ. ματροία, Μ μητριά και μητρία και μητριγιά) η δεύτερη σύζυγος τού πατέρα σε σχέση με τα παιδιά τής πρώτης συζύγου, θετή μητέρα νεοελλ. μτφ. σκληρή και άστοργη μητέρα («αυτή είναι μητριά… …   Dictionary of Greek

  • πεθερικός — ή, ό [πεθερός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεθερό ή στην πεθερά («στο σπίτι το πεθερικο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεθερικά α) ο πεθερός και η πεθερά μαζί β) το σπίτι και η οικογένεια τού πεθερού («θα κάνουμε επίσκεψη στα πεθερικά… …   Dictionary of Greek

  • υκερός — ὁ, θηλ. ὑκερά, Α πεθερός, πεθερά, ἑκυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑκυρός* «πεθερός» με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece …   Wikipedia

  • Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”